Μια άλλη ματιά στην
ασφάλεια των Πανεπιστημίων
Με βάση τα στατιστικά που έχουν δημοσιευτεί από την ΕΛΑΣ, τα κάθε είδους
εγκλήματα που αφορούν πανεπιστημιακούς χώρους ανέρχονται περίπου στο 0,1 με
0,2% του συνόλου.
Δεν είναι καθόλου πρωτότυπο για τη σημερινή κυβέρνηση, όσο αδιαφορεί να
λύσει τα πραγματικά προβλήματα που ταλαιπωρούν την κοινωνία, τόσο να
κατασκευάζει «προβλήματα», ώστε στη συνέχεια να τα «επιλύει», ικανοποιώντας το
φαντασιακό (και μόνο) ενός – όλο και μικρότερου – μέρους της κοινωνίας.
Τελευταία τέτοια περίπτωση, η ίδρυση Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, στηριγμένη
στον βολικό μύθο των Πανεπιστημίων ως δήθεν «κέντρων ανομίας».
Ωστόσο, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το «πρόβλημα» της ανομίας εντός των
Πανεπιστημίων, που έρχεται να «λύσει» η κυβέρνηση είναι, αν όχι ανύπαρκτο, τουλάχιστον
πολύ χαμηλής έντασης – και σίγουρα όχι η πρώτη προτεραιότητα για μια χώρα στο
επίκεντρο πολλαπλών κρίσεων. Με βάση τα στατιστικά που έχουν δημοσιευτεί στον
έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και επίσημα από την ΕΛ.ΑΣ, τα κάθε είδους εγκλήματα
που αφορούν – με την ευρεία έννοια – πανεπιστημιακούς χώρους ανέρχονται περίπου
στο 0,1 με 0,2% του συνόλου της ετήσιας εγκληματικότητας στη χώρα.
Μάλιστα, η πραγματική έκταση του προβλήματος είναι στην πραγματικότητα
ακόμη πιο περιορισμένη, αν ληφθούν υπόψη τα εξής : Πρώτον, η βαρύτητα των εντός
και πέριξ των ΑΕΙ παραβατικών συμπεριφορών δεν είναι η ίδια: Χαμηλής έντασης
πλημμελήματα (όπως π.χ. οι απλές φθορές στα πανεπιστημιακά κτίρια) δεν
αθροίζονται σε καμία περίπτωση με σοβαρότερα εγκλήματα, όπως π.χ. η εμπορία
ναρκωτικών, σωματικές βλάβες κ.ο.κ.
Δεύτερον, μεγάλο μέρος της βαριάς κυρίως εγκληματικότητας δεν αφορά τα
Πανεπιστήμια ως τέτοια, αλλά εντάσσεται στην εγκληματικότητα πέριξ αυτών, η
οποία και χαρακτηρίζει συνολικά τις αντίστοιχες (συνήθως υποβαθμισμένες)
περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το
μεγαλύτερο ποσοστό των σχετιζόμενων με τα ΑΕΙ αδικημάτων φέρεται να αφορά τα
μεγάλα πανεπιστημιακά συγκροτήματα του κέντρου της Αθήνας (ΑΣΟΕΕ, ΕΜΠ
Πατησίων), του Πειραιά (ΠΑΠΕΙ) και της Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Αυτού του είδους η
εγκληματικότητα αυτή διευκολύνεται βέβαια από το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια
αποτελούν μεγάλες εκτάσεις ή εγκαταστάσεις που, ειδικά κατά τις νυχτερινές
ώρες, είναι άδειες και «διακόπτουν» τη συνέχεια του αστικού ιστού, δεν αποτελεί
ωστόσο κάποιο sui generis είδος «ακαδημαϊκής παραβατικότητας».
Όλα αυτά, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγονται ότι δεν υπάρχουν φαινόμενα
παραβατικότητας (και) μέσα στα Πανεπιστήμια, ούτε φυσικά ότι αυτά δεν πρέπει να
αντιμετωπιστούν. Εξάλλου, έχουν εδώ και καιρό κατατεθεί σχετικές αναλυτικές
προτάσεις – διαψεύδοντας μάλιστα το επιχείρημα ότι δήθεν οι υπερασπιστές του
πανεπιστημιακού ασύλου και όσοι αντιτίθενται στη δημιουργία Πανεπιστημιακής
Αστυνομίας (που σημειωτέον, μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι είναι τόσο η
πανεπιστημιακή κοινότητα, όσο και οι αστυνομικοί!) «δεν προτείνουν λύσεις».
Ένα χαρακτηριστικό – και μάλιστα επίσημο – σώμα τέτοιων προτάσεων είναι
λόγου χάρη το πόρισμα της ειδικής επιτροπής που λειτούργησε στο Υπουργείο
Παιδείας το 2018 για τη «μελέτη των ζητημάτων του θεσμικού πλαισίου, που
αφορούν σε ζητήματα ακαδημαϊκής ελευθερίας και ειρήνης, καθώς και φαινόμενα
παραβατικότητας στους χώρους των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» το οποίο
αγνοήθηκε επιδεικτικά από τη νυν πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Η
επιτροπή αυτή συγκέντρωσε αναλυτικά στοιχεία από τα Πανεπιστήμια της χώρας, την
Αστυνομία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ακολουθώντας μία «bottom-up» προσέγγιση,
τα οποία στη συνέχεια κωδικοποιήθηκαν από ανθρώπους που είναι μέλη οι ίδιοι επί
μακρόν της ακαδημαϊκής κοινότητας και με εξειδίκευση σε όλα τα συναφή με το
αντικείμενο πεδία (ποινικό δίκαιο, εγκληματολογία, κοινωνική εργασία, ψυχολογία
κ.λπ.).
Το βασικό πλεονέκτημα του εν λόγω πορίσματος είναι ότι αντιλαμβάνεται πολύ
σωστά τις διαβαθμίσεις της εγκληματικότητας εντός και πέριξ των Πανεπιστημίων :
διαφορετικές αιτίες, διαφορετικοί δράστες, διαφορετική κοινωνική και ποινική
βαρύτητα και απαξία και, τελικά, διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης. Γι’ αυτό
και καταλήγει σε μια βεντάλια πιθανών μέτρων που περιλαμβάνουν μέτρα όχι μόνο
καταστολής, αλλά και ευαισθητοποίησης και πρόληψης, παρεμβάσεις στην υποδομή,
στους χώρους και στον εξοπλισμό των πανεπιστημίων, μέτρα που εμπλέκουν την ίδια
την πανεπιστημιακή κοινότητα ενεργά, αλλαγές στο θεσμικό διοικητικό πλαίσιο
κ.ο.κ., τα οποία τελικά διαμορφώνουν ένα διαβαθμισμένο πλαίσιο αντιμετώπισης
ενός περίπλοκου φαινομένου που αξίζει κανείς να διαβάσει και να αξιοποιήσει,
τουλάχιστον, ως βάση της δημόσιας συζήτησης, αντί της ισοπεδωτικής προσέγγισης
που υιοθετεί η κυβέρνηση.
Ο λόγος φυσικά που το πόρισμα αυτό – όπως και άλλες προτάσεις που έχουν
διατυπωθεί σε ακαδημαϊκό ή σε πολιτικό επίπεδο – αγνοήθηκε δεν ήταν γιατί
«παράπεσε» σε κάποιο συρτάρι. Απλά οι προτάσεις αυτές εκκινούν από διαφορετικές
αξιολογικές αφετηρίες και έχουν διαφορετικούς στόχους: σε αντίθεση με την
κυβερνητική προσέγγιση, που εργαλειοποιεί, μεγεθύνει και ιδεολογικοποιεί τα
φαινόμενα παραβατικότητας έχοντας προαποφασίσει να δώσει και το τελειωτικό
πλήγμα στην ακαδημαϊκή ελευθερία, οι προτάσεις αυτές έχουν ως στόχο την
προάσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας – προϋπόθεση της οποίας αποτελεί η
διασφάλιση της ειρήνης και την καταπολέμηση της παραβατικότητας εντός των
Πανεπιστημίων.
Εξάλλου, η συζήτηση για την ασφάλεια εντός των χώρων των πανεπιστημίων δεν
μπορεί σε καμία περίπτωση να διεξαχθεί ανεξάρτητα από μία ευρύτερη συζήτηση
γύρω τόσο από το με τη στενή έννοια περιεχόμενο και αποστολή της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης, όσο και ευρύτερα γύρω από το ρόλο των πανεπιστημίων και τη σχέση τους
με την υπόλοιπη κοινωνία. Ασφαλή πανεπιστήμια είναι τα ζωντανά πανεπιστήμια.
Πανεπιστήμια που θα ενθαρρύνουν τους φοιτητές και τις φοιτήτριές τους να
αναπτύσσουν εντός τους συλλογική καλλιτεχνική, επιστημονική, κοινωνική,
πολιτική δραστηριότητα (άλλωστε αν κανείς θέλει να αντιγράψει τις ΗΠΑ, ας δει
ότι εκεί η επιτυχής αίτηση σε ένα κολλέγιο δεν απαιτεί μόνο καλές ακαδημαϊκές
επιδόσεις, αλλά έναν πλήρη «φάκελο» και με κοινωνικά και άλλα ενδιαφέροντα και
δραστηριότητες), πανεπιστήμια που θα δημιουργούν δεσμούς και συμπράξεις με τις
τοπικές κοινωνίες, οργανώνοντας παράλληλα ή στο πλαίσιο των προγραμμάτων
σπουδών τους διάφορες δράσεις – όπως λόγου χάρη αλληλέγγυα φροντιστήρια σε
παιδιά που δεν μπορούν να πληρώσουν ιδιωτικά, μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες
και μετανάστριες, επιμόρφωση ενηλίκων και «ανοιχτά», «λαϊκά» πανεπιστημιακά
μαθήματα για το ευρύ κοινό, αντίστοιχα με αυτά που διοργανώνονται σήμερα από
άλλους φορείς (π.χ. Δήμοι, Στοά του Βιβλίου κ.ά.) – είναι πανεπιστήμια πολύ
περισσότερο ασφαλή, εκτός των άλλων, ακριβώς γιατί διαμορφώνουν γύρω και εντός
τους ολόκληρες κοινότητες.
Δανάη Κολτσίδα Νομικός-Πολιτική Επιστήμονας,
Διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου